Ενημέρωση-γνωμάτευση από τον νομικό μας σύμβουλο κ. Στράτο Μαρκέτο
Μετά από μια επταετία δικαστικών διεκδικήσεων, το ασφαλιστικό τοπίο φαίνεται να ξεκαθαρίζει τόσο για το παρόν, όσο και για το άμεσο μέλλον, αφού πλήθος δικαστικών αποφάσεων, αλλά και νομοθετικών ρυθμίσεων (νόμων και εγκυκλίων) δίνουν τέλος στις μεταβατικές ρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, όσο και στις ελπίδες νέων μελλοντικών διεκδικήσεων. Και αυτό διότι αφενός μεν από το έτος 2022 όλοι οι συνταξιούχοι ανεξαρτήτως ταμείου ασφάλισης θα συνταξιοδοτούνται με τις ίδιες προϋποθέσεις (62 ετών με 40 συντάξιμα έτη ή 67 ετών με 15 συντάξιμα έτη), αφετέρου δε, περιορίζονται οι δυνατότητες δικαστικών επιδιώξεων αναφορικά με τις μειώσεις που επήλθαν στις παλαιές συντάξεις είτε άμεσα, είτε εμμέσως (με τον καλούμενο «επανυπολογισμό») στους παλαιούς συνταξιούχους, αφού με πλήθος αποφάσεων της Ολομέλειας ΣτΕ (ΣτΕ Ολ 1880-1891/2019) κρίθηκαν αμετακλήτως ως συνταγματικές οι περισσότερες διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου (Ν.4387/2016).
Ειδικότερα, πέραν των διατάξεων για τις συντάξεις χηρείας, τα ποσοστά αναπλήρωσης, το πλαφόν στις επικουρικές συντάξεις και τον τρόπο υπολογισμού εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, ο νόμος κρίθηκε συνταγματικός σε όλα τα λοιπά άρθρα του, περιορίζοντας σημαντικά τις ελπίδες δικαστικών ανατροπών για όσους συνταξιούχους υπέστησαν οικονομικές μειώσεις. Συγκεκριμένα, πλήθος διατάξεων, που παραβιάζουν προδήλως την συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης (όπως το άρθρο 30 Ν.4387/2016) κρίθηκαν συνταγματικές, επιβάλλοντας έτσι διακριτική μεταχείριση μεταξύ συνταξιούχων που κατέβαλαν αυξημένο ποσό ασφαλιστικών εισφορών, όπως οι συνταξιούχοι της Εθνικής Τράπεζας, και οι οποίοι θα λάβουν διαφορετικά ποσά σύνταξης βρίσκοντας νομικό έρεισμα αποκλειστικά και μόνο στον χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, με όσους συνταξιοδοτούνται μετά την εφαρμογή του νόμου να λαμβάνουν μεγαλύτερο ποσοστό αναπλήρωσης, την ίδια στιγμή που η πολιτεία επενέβη αυθαίρετα προς επίλυση της διαφοράς της Εθνικής Τράπεζας και των επικουρούμενων του τέως Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με τους συνταξιούχους να βγαίνουν για ακόμη μια φορά χαμένοι.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το μέλλον των
δικαστικών διεκδικήσεων κάθε είδους συνταξιοδοτικής περικοπής, ακόμη και αυτών
που στηρίζονται στην άνιση - διακριτική μεταχείριση μεταξύ παλαιών συνταξιούχων
και ασφαλισμένων που συνταξιοδοτούνται μετά τον επίμαχο νόμο, τυγχάνει αβέβαιο,
καθώς ο νέος τρόπος υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης δεν
μπορεί, εκ των πραγμάτων, να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο στους παλαιούς
συνταξιούχους, δημιουργώντας έτσι συνταξιούχους “πολλών ταχυτήτων”, αφού ως
συντάξιμες αποδοχές των μεν νέων, λαμβάνονται υπόψη οι εισφορές από το 2002 έως
και την ημερομηνία αίτησης συνταξιοδότησης, στους δε παλαιούς, αυτό δεν δύναται
να υπολογιστεί, με αποτέλεσμα οι συντάξεις των τελευταίων να επαναϋπολογίζονται
με τις ήδη κρινόμενες συντάξιμες αποδοχές.
Στον αντίποδα, η δικαστική επιδίωξη νέων ανατροπών
οδηγεί σε διακοπή παραγραφής των αξιώσεων, όταν και εφόσον αυτές δικαιωθούν, με
πρόσφατο παράδειγμα των συνταξιούχων, που διεκδίκησαν τις περικοπές των Ν.
4051/2012 και 4093/2012 προ και μετά τον Ιούνιο του έτους 2015.